- μεθύσου
- μέθυσοςdrunk with winemasc/neut gen sgμεθύσηςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παροινικός — ή, όν, Α [πάροινος] οινοπότης, μέθυσος ή αυτός που ασχημονεί στο μεθύσι του. επίρρ... παροινικῶς Α με συμπεριφορά μέθυσου, ασχημονώντας σαν μέθυσος … Dictionary of Greek
Κρούικσανκ, Τζορτζ — (George Cruikshank, Λονδίνο 1792 – 1878). Άγγλος γελοιογράφος, σχεδιαστής και χαράκτης. Δημιούργησε εκατοντάδες χαλκογραφίες, στις οποίες σατίρισε τη σύγχρονή του κοινωνία και έδωσε μια ζωντανή εικόνα της εποχής του Γεωργίου Δ’. Υπήρξε συνεχιστής … Dictionary of Greek
Τόμσον, Τζέιμς — (Thomson, Γλασκόβη 1834 – Λονδίνο 1882). Σκοτσέζος ποιητής. Γιος καθαρίστριας, που πέθανε όταν ο ίδιος ήταν ακόμη παιδί, και μέθυσου πατέρα, ο Τ. ήταν ως επί το πλείστον αυτοδίδακτος. Διετέλεσε διευθυντής σχολείου στην Ιρλανδία, όπου γνώρισε τον… … Dictionary of Greek